πολυπλανές

πολυπλανές
πολυπλανής
roaming far
masc/fem voc sg
πολυπλανής
roaming far
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”